- μινάρω
- 1. ανοίγω μίνες2. ετοιμάζω υπόνομο με γόμωση για έκρηξη3. επιδιώκω το κακό κάποιου με ύπουλα μέσα, υπονομεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. minare (πρβλ. γαλλ. miner)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπονομεύω — υπονόμεψα, υπονομεύτηκα, υπονομευμένος 1. σκάβω το έδαφος με υπόνομο για ανατίναξη, μινάρω: Υπονομεύτηκε η δεξαμενή. 2. μτφ., ενεργώ με δόλο για να βλάψω κάποιον, σαμποτάρω: Υπονόμεψαν τη δημοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)